συλλαβίζω — συλλαβίζω, συλλάβισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συλλαβίζω — ΝΑ [συλλαβή] νεοελλ. 1. προφέρω ή διαβάζω χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται 2. διαβάζω με δυσκολία, έχω δυσχέρεια στην ανάγνωση, μόλις που γνωρίζω ανάγνωση αρχ. ενώνω τα γράμματα σε συλλαβές, προφέρω ή διαβάζω μαζί … Dictionary of Greek
συλλαβίσῃ — συλλαβίζω join letters into syllables aor subj mid 2nd sg συλλαβίζω join letters into syllables aor subj act 3rd sg συλλαβίζω join letters into syllables fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοντοσυλλαβίζω — συλλαβίζω με δυσκολία, διαβάζω με δυσχέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + συλλαβίζω] … Dictionary of Greek
συλλαβιζόντων — συλλαβίζω join letters into syllables pres part act masc/neut gen pl συλλαβίζω join letters into syllables pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβίσαι — συλλαβίζω join letters into syllables aor inf act συλλαβίσαῑ , συλλαβίζω join letters into syllables aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβίζειν — συλλαβίζω join letters into syllables pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλαβίζων — συλλαβίζω join letters into syllables pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυλλάβιστος — η, ο (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που δεν διαβάστηκε ή που δεν μπορεί να διαβαστεί κατά συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συλλαβίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Νεόφυτο Δούκα] … Dictionary of Greek
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek